καντάτα

καντάτα
Μορφή μουσικής σύνθεσης ιταλικής προέλευσης, που επιβλήθηκε στις αρχές του 17ου αι. με δύο τύπους: την κοσμική κ. (ή δωματίου) και τη θρησκευτική (ή εκκλησιαστική) κ. Δημιουργήθηκε από την ανάγκη να αντιταχθεί η μονωδία και η ωδική απαγγελία στην πολύπλοκη δομή της πολυφωνίας και καλλιεργήθηκε κυρίως από συνθέτες που ενδιαφέρονταν για το μελόδραμα. Στο κλίμα της κ. ανήκουν τα Πολεμικά και ερωτικά μαδριγάλια του Κλαούντιο Μοντεβέρντι, οι μονωδίες του Τζούλιο Κατσίνι και τα Ντουέτα δωματίου του Αγκοστίνο Στέφανι (1654-1728). Ο πρώτος, όμως, που χρησιμοποίησε τον όρο καντάτα ήταν ο Αλεσάντρο Γκράντι (;–1630), μουσικός της σχολής της Βενετίας, που τιτλοφόρησε Καντάτες μερικές από τις συνθέσεις του. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός κ. δωματίου οφείλεται στον Ιταλό συνθέτη Τζοβάνι Μαρία Μπονοντσίνι (1642-1678), που την εισήγαγε στα δύο βιβλία του με Καντάτες δωματίου για μια φωνή. Η κ. αποτελούσε κατά κάποιον τρόπο το ισοδύναμο της άριας, χρησιμοποιώντας κυρίως ποιητικά κείμενα της εποχής, αλλά ιδιαίτερα του Πετράρχη. Δημιουργήθηκε στην Ιταλία και αναπτύχθηκε στις τρεις σημαντικότερες σχολές του 17ου αι. (της Ρώμης, της Βενετίας και της Μπολόνια). Σε αυτές προστέθηκε αργότερα και η σχολή της Νάπολης, που έδωσε στην κ. πλατύτερες και περισσότερο σύνθετες διαστάσεις, έπειτα μάλιστα από το κλείσιμο των θεάτρων που είχε τότε επιβάλει η Καθολική Εκκλησία. Η κοσμική κ. δεν διαδόθηκε ιδιαίτερα εκτός Ιταλίας. Στη Γαλλία θεωρήθηκε επινόηση των ατάλαντων συνθετών· στη Γερμανία, πάλι, εξαιτίας σειράς ιστορικών γεγονότων, επικρατούσε η θρησκευτική (προτεσταντικής προέλευσης) κ., που ήταν επίσης επηρεασμένη από την ιταλική, χάρη στη συμβολή του Ιταλού Τζάκομο Καρίσιμι και της σχολής της Βενετίας. Οι πιο αξιόλογες θρησκευτικές κ. του 17ου αι. γράφτηκαν από τον Γερμανό Χάινριχ Σιτς, μαθητή του Τζοβάνι Γκαμπριέλι στη Βενετία. Με τον Σιτς, μάλιστα, το παλιό θρησκευτικό μοτέτο μετετράπη σε θρησκευτική κ., είδος στο οποίο αναδείχθηκε αργότερα η τέχνη του Μπαχ. Κ. έχουν γράψει και σύγχρονοι συνθέτες.
* * *
η
είδος μουσικής σύνθεσης που αποτελείται από μονωδίες, διωδίες κ.λπ. και συνοδεύεται από ένα ή περισσότερα μουσικά όργανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cantata (< ιταλ. cantare)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καντάτα — η (λ. ιταλ.), είδος μουσικής σύνθεσης που αποτελείται από μονωδίες, διωδίες κ.ά. και εκτελείται με τη συνοδεία μουσικών οργάνων: Έχει κάνει πολλές καντάτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βασιλένκο, Σεργκέι — (Sergei Vasilenko, Μόσχα 1872 – 1956). Ρώσος μουσικοσυνθέτης. Συνεχίζοντας την παράδοση των αντιπροσώπων της ρωσικής σχολής του 19ου αι., που τα ενδιαφέροντά τους διχάζονταν συχνά μεταξύ της μουσικής και άλλων κλάδων ολότελα άσχετων, σπούδασε… …   Dictionary of Greek

  • Βέμπερν, Άντον φον- — (Anton von Webern, Βιέννη 1883 – Σάλτσμπουργκ 1945). Αυστριακός συνθέτης. Σπούδασε μουσικολογία με τον Γκουίντο Άντλερ στην Ακαδημία της Βιέννης, απ’ όπου και πήρε το σχετικό δίπλωμα. To 1902 στάθηκε το κρισιμότερο έτος της ζωής του, καθώς… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • καντάδα — Μουσικό κομμάτι για τρίφωνη ανδρική χορωδία, που τραγουδιέται συνήθως νύχτα και συχνά συνοδεύεται από μουσικά όργανα (κιθάρα και μαντολίνο). Ο όρος cantada, από τον οποίο προέρχεται ο ελληνικός κ., πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην Ιταλία στις αρχές του… …   Dictionary of Greek

  • ρέκβιεμ — (αιτιατική της λατινικής λέξης «requies» που σημαίνει «ανάπαυση»). Στη λειτουργική της Λατινικής Εκκλησίας ο όρος δηλώνει νεκρώσιμη ακολουθία, που αρχίζει με τις λέξεις «requiem aeternam dona eis...» («ανάπαυσιν αιώνων δος αυτοίς...»). Υπάρχουν… …   Dictionary of Greek

  • ροντό — Μουσική μορφή που χαρακτηρίζεται από την περιοδική επανάληψη μιας πλήρους αυτόνομης φράσης. Εμφανίζεται στη Γαλλία ήδη κατά τον Μεσαίωνα (rondeau) ως σύνθεση ποιητική, που τραγουδιέται και χορεύεται σε δυο εναλλασσόμενα θέματα (couplet = μονωδία… …   Dictionary of Greek

  • ρόντο — Μουσική μορφή που χαρακτηρίζεται από την περιοδική επανάληψη μιας πλήρους αυτόνομης φράσης. Εμφανίζεται στη Γαλλία ήδη κατά τον Μεσαίωνα (rondeau) ως σύνθεση ποιητική, που τραγουδιέται και χορεύεται σε δυο εναλλασσόμενα θέματα (couplet = μονωδία… …   Dictionary of Greek

  • σονάτα — (Μουσ.). Όρος που χαρακτήριζε, ήδη από το 17o αι., μια σύνθεση μουσικής δωματίου για ένα ή περισσότερα όργανα (canzone da sonar = τραγούδι για να εκτελείται από μουσικά όργανα), σε αντίθεση με τις συνθέσεις για φωνές, όπως η καντάτα και το… …   Dictionary of Greek

  • τοκάτα — Ενόργανη μουσική σύνθεση που χρονολογείται από τα τέλη του 16ου αι. Αρχικά τ. σήμαινε κάθε έργο προορισμένο να παίζεται σε όργανα με πλήκτρα, όπως εκκλησιαστικό όργανο ή τσέμπαλο (toccare = εγγίζω), ενώ καντάτα γενικά σήμαινε κάθε έργο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”